- ἄρρενας
- ἄρσηνNTmasc/fem acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… … Dictionary of Greek
υπεραρρενοποίηση — η, Ν ζωολ. κατάσταση αρρενομορφικού θηλυκού ατόμου με υπερτονισμένα άρρενα χαρακτηριστικά, όπως είναι οι μεγάλες διαστάσεις ή η εμφάνιση αρρένων δευτερογενών φυλετικών χαρακτηριστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
υπογοναδισμός — ο, Ν βιολ. ενδοκρινική διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από ανώμαλα μειωμένη λειτουργική δραστηριότητα τών γονάδων, δηλαδή των σεξουαλικών αδένων, και συνοδεύεται από καθυστέρηση τής αύξησης και τής σεξουαλικής ανάπτυξης (α. «θηλυκός… … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
αρσενικός — αρσενικός, ή, ό και σερνικός, ή, ό ο άρρενας: Έχει δύο αρσενικά παιδιά και ένα θηλυκό· (γραμμ.), αρσενικό, το ένα από τα τρία γραμματικά γένη στα οποία ανήκουν τα λεγόμενα πτωτικά, ανεξάρτητα από το φυσικό τους γένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)